μαϊμουδίζω

μαϊμουδίζω
1. αμτβ., μιμούμαι τις μαϊμούδες, πιθηκίζω.
2. μτβ., μιμούμαι κάποιον.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαϊμουδίζω — βλ. πίν. 33 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαϊμουδίζω — 1. μιμούμαι τη μαϊμού, πιθηκίζω 2. κάνω ακριβώς ό,τι κάνει κάποιος, μιμούμαι κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού πληθ. μαϊμούδες] …   Dictionary of Greek

  • μαϊμουδίστικος — η, ο [μαϊμουδίζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μαϊμού ή αυτός που μοιάζει με μαϊμού, πιθηκοειδής, πιθηκόμορφος («μαϊμουδίστικα καμώματα» …   Dictionary of Greek

  • μαϊμουδισμός — ο [μαϊμουδίζω] 1. το να φέρεται κάποιος σαν τη μαϊμού 2. ανόητη και γελοία μίμηση …   Dictionary of Greek

  • μαϊμούδισμα — το [μαϊμουδίζω] μαϊμουδισμός …   Dictionary of Greek

  • πιθηκίζω — ΝΜΑ [πίθηκος] φέρομαι σαν πίθηκος, μιμούμαι τους πιθήκους νεοελλ. μιμούμαι τους άλλους ανθρώπους με τρόπο ανόητο και αδέξιο, μαϊμουδίζω αρχ. (ενεργ. και μέσ.) (ιδίως για κόλακες) φέρομαι σε κάποιον σαν πίθηκος, κολακεύω με γελοίο τρόπο κάποιον,… …   Dictionary of Greek

  • πιθηκίζω — μιμούμαι όπως ο πίθηκος, μαϊμουδίζω: Πολλοί πιθηκίζουν τους τρόπους των ξένων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”